- ἀνύδρους
- ἄνυδροςwaterlessmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безводьныи — (18) пр. Безводный, сухой: в поуста˫а мѣста и безводна. (ἀνύδρους) ПНЧ XIV, 20в; идосте в мѣсто безводно. (ἀνύδρῳ) ФСт XIV, 122г; мѣсто... безводно ||=и лѣсно. преводнѣ же еу(г)альское оученье. предѣла же пото(к) вѣрны(х) цр҃кы. преже безводна… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
σουμάκι — (galium). Φυτό γνωστό με το επιστημονικό όνομα ρους ο βυρσοδεψικός. Ένα άλλο φυτό με το ίδιο όνομα, λέγεται επιστημονικά κοριαρία ή μυρτόφυλλη. Τέλος, δύο ακόμα φυτά, γνωστά με την κοινή ονομασία αγριοσουμάκι, ονομάζονται επιστημονικά γάλιο,… … Dictionary of Greek